- συναγελισμός
- συνᾰγελ-ισμός, ὁ,A = -ασμός, Hippod. ap.Stob.4.1.94.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναγελισμός — ὁ, Α βλ. συναγελασμός … Dictionary of Greek
συναγελισμούς — συναγελισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελισμώς — συναγελισμός masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελασμός — ο, ΝΜΑ, και συναγελισμός Α [συναγελάζομαι] η κατ αγέλες συμβίωση νεοελλ. συναναστροφή, συγχρωτισμός με ανθρώπους χαμηλού επιπέδου αρχ. 1. συμβίωση 2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ συναγελασμοί ο σχηματισμός ομάδων παιδιών … Dictionary of Greek